κνημῶν

κνημῶν
κνήμη
part between knee and ankle
fem gen pl
κνημός
projecting limb
masc gen pl
κνημόω
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
κνημόω
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
κνημόω
pres part act masc nom sg
κνημόω
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κνήμων — Κνῆμος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνήμων — κνημόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κνημόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γκέτα — η 1. ταινία από χοντρό ύφασμα για το τύλιγμα τής κνήμης από τον αστράγαλο ως το γόνατο, έξω από το παντελόνι 2. κουμπωτό περιτύλιγμα (από δέρμα ή ύφασμα) τού ποδιού και τού κάτω μέρους τής κνήμης, προσαρμοσμένο στο παπούτσι και μέσα από το… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροκαρδιογράφημα — (ΗΚΓ). Η καταγραφή των ηλεκτρικών δυναμικών που παράγονται αμέσως πριν από τη συστολή του καρδιακού μυός σε κινούμενη ταινία χαρτιού ή σε οθόνη. Η κατασκευή –για πρώτη φορά– ενός οργάνου ικανού να χρησιμοποιεί επωφελώς αυτά τα ηλεκτρικά ρεύματα… …   Dictionary of Greek

  • μένανδρος — I (Αθήνα 343/2 – 291 π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος της νέας κωμωδίας, τα έργα της οποίας ήταν κωμωδίες με πλοκή, δίχως χορικά και βασισμένες στις περιπέτειες τύπων αστών· το είδος αυτό παρουσιάστηκε στα αθηναϊκά… …   Dictionary of Greek

  • παρακνημίδια — τὰ, Α [παρακνήμιον] ο οπλισμός τών κνημών τών αλόγων …   Dictionary of Greek

  • σάραξ — (I) ακος, ἡ, Α δέρμα και, ιδίως, ένδυμα μακρύ που ρίχνονταν από τους ώμους («σάρακας... θηρείους ἐξ ὤμων ἄνωθεν ἔως κνημῶν ἐξηρτημένας περιετίθεντο», Ιωάνν. Λυδ.). (II) ακος, ὁ, Α ο σκόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. < σήρ «σκουλήκι», ενώ… …   Dictionary of Greek

  • στήριγγα — η / στῆριγξ, ήριγγος, ΝΑ, και λόγιος τ. στήριγξ Ν νεοελλ. ναυτ. α) καθένας από τους μεταλλικούς στυλίσκους που είναι στερεωμένοι από τη μία και την άλλη πλευρά τής σκάλας τού πλοίου, στο πάνω άκρο τών οποίων στερεώνονται οι χειραγωγοί, κν.… …   Dictionary of Greek

  • αγγειέλκωση — Εξέλκωση του δέρματος που οφείλεται σε κυκλοφορικές ανωμαλίες. Συνήθως προκαλείται όταν υπάρχουν κιρσοί στα κάτω άκρα (άτονα κιρσώδη έλκη των κνημών) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”